ἐπάρξαι

ἐπάρξαι
ἐπάρχω
rule over
perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic)
ἐπάρχω
rule over
aor inf act
ἐπάρξαῑ , ἐπάρχω
rule over
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”